θεραπεύει

θεραπεύει
θεραπεύω
to be an attendant
pres ind mp 2nd sg
θεραπεύω
to be an attendant
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεραπευτής — ο, θηλ. θεραπεύτρια (AM θεραπευτής, θηλ. θεραπεύτρια) [θεραπεύω] αυτός που περιποιείται, που θεραπεύει ασθενείς νεοελλ. αυτός που θεραπεύει ασθενείς χωρίς φάρμακα ή ιατρικά όργανα αλλά με υποβολή ή ξόρκια αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τους θεούς ή… …   Dictionary of Greek

  • DIONYSIUS Halicarnass — Augusti temporibus floruit, quod satis indicat Strab. eiusdem temporis scriptor. Sic enim ille l. 14. Καὶ καθ᾿ ἡμᾶς Διονύσιος ὁ συγγραφεύς. At ne alium hunc dionysium putes, ipse in praefatione scribit, in Italiam se venisse; simul ac Caesar Aug …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ασκληπιάδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Ισοκράτη από τη Θράκη (4ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας των Τραγωδουμένων (11 βιβλία), δηλαδή των μύθων που πραγματεύτηκαν στα έργα τους οι κλασικοί. 2. Α. ο Φλιάσιος (περ. 350 – 280 π.Χ.). Φιλόσοφος. Πέρασε το… …   Dictionary of Greek

  • Νόσιος — Νόσιος, ὁ (Α) [νόσος] (προσωνυμία τού Διός) αυτός που θεραπεύει τις νόσους …   Dictionary of Greek

  • Παιηόνιος — Παιηόνιος, ία, ον, θηλ. και Παιηονίς, ίδος (Α) [Παιήων, ονος] αυτός που θεραπεύει, θεραπευτής …   Dictionary of Greek

  • άκερχνος — ἄκερχνος, ον (Α) [κέρχνος] 1. αυτός που δεν έχει βραχνάδα 2. αυτός που θεραπεύει τη βραχνάδα …   Dictionary of Greek

  • άλυσσος — ἄλυσσος, ον (Α) αυτός που θεραπεύει τη λύσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λύσσα] …   Dictionary of Greek

  • άσπληνος — η, ο (Α ἄσπληνος, ον) αυτός που δεν έχει σπλήνα αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο κισσός 2. το ουδ. ως ουσ. το σπληνόχορτο (φυτό που θεωρείται ότι θεραπεύει παθήσεις της σπλήνας) …   Dictionary of Greek

  • ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… …   Dictionary of Greek

  • αιματούσα — η [αίμα] 1. λέγεται για τη γυναίκα που συνήθως έχει άφθονη ρύση έμμηνου αίματος (αλλ. αιματορροούσα*) 2. αιματώδες στίγμα τού προσώπου 3. (στην Κύπρο) (ως επίθ. τής Θεοτόκου) αυτή που θεραπεύει τις γυναίκες που έχουν προβλήματα υγείας με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”